ιοβόρος

ιοβόρος
ἰοβόρος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.)
2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον
παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. δημο-βόρος, σαρκο-βόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰοβόρος — poison eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοβόρον — ἰοβόρος poison eating masc/fem acc sg ἰοβόρος poison eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοβόροι — ἰοβόρος poison eating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”