- ιοβόρος
- ἰοβόρος, -ον (Α)1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.)2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρονπαλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. δημο-βόρος, σαρκο-βόρος].
Dictionary of Greek. 2013.